- χοραγ-
- χοραγ- frag. ]ισκοπᾳι χοραγ[ fr. 60b. 13.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
χοράγ' — χορᾱγέ , χορηγός chorus leader masc voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νύχιος — νύχιος, ία, ον, θηλ. και νύχιος και, κατά δ. γρφ., νύχειος, εία, ον (Α) 1. αυτός που γίνεται, που συμβαίνει κατά τη διάρκεια τής νύχτας, νυχτερινός («ἰὼ πῡρ πνεόντων χοράγ ἄστρων, νυχίων φθεγμάτων ἐπίσκοπε», Σοφ.) 2. αυτός που κάνει κάτι κατά τη… … Dictionary of Greek